- τετράθυρος
- τετρᾰ-θῠρος, ον,A with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράθυρος — with four doors masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράθυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξά θυρος] … Dictionary of Greek
τετράθυρον — τετράθυρος with four doors masc/fem acc sg τετράθυρος with four doors neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραθύρους — τετράθυρος with four doors masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek